- -τικός
- παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης -ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. -ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε -της* και τών ρηματικών επιθέτων σε -τος* (πρβλ. καθαρτικός: καθαρτής, λυτικός: λυτός), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη με μεγάλη παραγωγική δύναμη (πρβλ. ἁγνευ-τικός: ἁγνεύω, βασκαν-τικός: βασκαίνω, δυναστευ-τικός: δυναστεύω), από την οποία προήλθε τελικά και η παρεκτεταμένη μορφή -ευτικός (βλ. και λ. -ικός).Παραδείγματα λ. σε -τικός: αγωνιστικός, αμυντικός, αναγκαστικός, ασκητικός, βασανιστικός, δανειστικός, δηλωτικός, διορατικός, εικαστικός, ελκυστικός, ενεργητικός, εντατικός, ευεργετικός, θαυμαστικός, θετικός, θρεπτικός, κτητικός, λατρευτικός, λευκαντικός, λιπαντικός, μεθυστικός, μειωτικός, μορφωτικός, ορεκτικός, παθητικός, πατριωτικός, πειστικός, πεπτικός, πρακτικός, σπαστικός, στατικός, σχετικός, τακτικός, τελειωτικός, τιμητικός, υβριστικός, φαρμακευτικός, χορευτικός, χορταστικός.
Dictionary of Greek. 2013.